- ἰσοῦνται
- ἰσόωmake equalpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναυτικό — Το σύνολο των πλοίων και των κάθε είδους πλωτών μέσων, των λιμανιών, των ναυτικών εγκαταστάσεων και των πληρωμάτων, με τα οποία αναπτύσσεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στη θάλασσα. Διακρίνεται στο εμπορικό ν. ή εμπορική ναυτιλία, που ασχολείται με … Dictionary of Greek
μεγάπτερος — (Μegaptera). Γένος κητωδών της οικογένειας των φαλαινοπτερίδων. Ονομάζεται και φάλαινα η υβοφόρος ή φάλαινα με καμπούρα. Μοναδικός αντιπρόσωπος του γένους είναι το είδος Megaptera novaeangliae, το οποίο συναντάται στους ωκεανούς όλου του κόσμου.… … Dictionary of Greek